- παγοποιός
- ο1. εργάτης σε παγοποιείο, κατασκευαστής τεχνητού πάγου2. ιδιοκτήτης παγοποιείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγοποιός — ο τεχνίτης για την κατασκευή πάγου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
παγοποιία — η βιομηχανική παραγωγή τεχνητού πάγου, βιομηχανία κατασκευής τεχνητού πάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε Βασιλικό Διάταγμα] … Dictionary of Greek
παγοποιείο — το [παγοποιός] εργοστάσιο κατασκευής πάγου … Dictionary of Greek
παγοποιητικός — ή, ό [παγοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοποιία ή στον παγοποιό 2. αυτός με τον οποίο γίνεται ο πάγος … Dictionary of Greek